- αφόβητος
- -η, -ο (Α ἀφόβητος, -ον) [φοβώ (-έω)]αυτός που δεν φοβάται κάτι, ατρόμητοςνεοελλ.αυτός που δεν φοβήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφόβητος — without fear of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοβήτως — ἀφόβητος without fear of adverbial ἀφόβητος without fear of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόβητον — ἀφόβητος without fear of masc/fem acc sg ἀφόβητος without fear of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοβήτου — ἀφόβητος without fear of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοβήτῳ — ἀφόβητος without fear of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόβητε — ἀφόβητος without fear of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] … Dictionary of Greek
αφόβιστος — η, ο [φοβίζω] ο άφόβητος … Dictionary of Greek